ἁλιμέδων

ἁλιμέδων
ἁλιμέδων, οντος, ,
A = ποντομέδων, Ar.Th.323.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλιμέδων — ἁλιμέδων ( οντος), ο (Α) (για τον Ποσειδώνα) ο άρχοντας, ο κύριος τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (<ἃλς) + μέδων «κύριος, άρχοντας»] …   Dictionary of Greek

  • ἁλιμέδοντος — ἁλιμέδων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”